- πιστοφύλαξ
- πιστο-φύλαξ [ῠ], ᾰκος, ὁ, ἡ,A guardian of truth, Orph.H.8.17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πιστοφύλαξ — ακος, ὁ, ἡ, Α ο φύλακας τής πίστης, τής αλήθειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίστις + φύλαξ] … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek